- γλυχαιμία
- ηγλυκαιμία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυκαιμία — Όρος που περιγράφει την αύξηση του ποσού του σακχάρου (γλυκόζης) στο αίμα. Φυσιολογικά το ποσό αυτό της γλυκόζης σε νηστικό άτομο το πρωί κυμαίνεται από 80 έως 120 mg ανά 100 ml αίματος· ύστερα από γεύμα και μάλιστα πλούσιο σε σάκχαρο μπορεί να… … Dictionary of Greek
υπεργλυκαιμία — (Ιατρ.). Η αύξηση του σάκχαρου του αίματος πάνω από 1,20% γραμ. Σε φυσιολογική κατάσταση, το επίπεδο γλυκαιμίας κυμαίνεται από 0,85 γραμ. έως 1,20 γραμ. σε κάθε λίτρο αίματος. Ύστερα από γεύματα πλούσια σε υδατάνθρακες, ακόμα και σε φυσιολογικά… … Dictionary of Greek